- τρανσπεπτιδίωση
- η, Ν(βιοχ.) η μεταφορά πεπτιδικής ρίζας από μια χημική ένωση, τον δότη, σε άλλην, τον δέκτη, η οποία πραγματοποιείται από ορισμένα πρωτεολυτικά ένζυμα, όπως είναι λ.χ., η τρυψίνη, η παπαΐνη κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. transpeptidation < trans- (< λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι») + peptide (βλ. λ. πεπτίδιο) + κατάλ. -ation].
Dictionary of Greek. 2013.